- φυσιογράφος
- ο, η, Νεπιστήμονας ειδικευμένος στη φυσιογραφία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. physiographer < φυσιο- (για τη μορφή βλ. λ. φύση) + -γράφος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Νικ. Πίκκολο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φυσιογράφος — ο αυτός που ασχολείται με τη φυσιογραφία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυσιογραφικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυσιογραφία 2. φρ. α) «φυσιογραφική κλίμαξ» οικολ. κλίμαξ φυτοκοινωνίας η οποία, σε μεγάλο βαθμό, προσδιορίζεται από τοπογραφικούς και εδαφικούς παράγοντες β) «φυσιογραφικός παράγοντας» οικολ. κάθε… … Dictionary of Greek